ημιδιάμετρος — η ου, το μισό τμήμα της διαμέτρου του κύκλου, η ακτίνα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ημι- — (AM ἡμι ) αχώριστο πρόθημα ως α συνθετικό λέξεων τής αρχ., μσν. και νεοελλ. γλώσσας που έχουν την έννοια ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό είναι: α) το μισό, ως προς το ποσό (πρβλ. ημισέληνος, ημισφαίριο) β) κάτι το ελλιπές, μη τελειωμένο,… … Dictionary of Greek
μέτρο — Υπόγειος ηλεκτρικός σιδηρόδρομος, που έχει ως βασικά χαρακτηριστικά γνωρίσματα τη μεγάλη ταχύτητα μεταφοράς, την πυκνότητα των σταθμών ανάμεσα στην αφετηρία και στο τέρμα (500 1000μ.) καθώς και την αξιοπιστία ως μέσο μεταφοράς. Οι σιδηροδρομικές… … Dictionary of Greek
ακτίνα — ακτίνα, η και αχτίδα, η 1. η φωτεινή γραμμή που προέρχεται από κάποιο φωτεινό σώμα: Οι ακτίνες του ήλιου έμπαιναν στο σπίτι. 2. (μαθημ.), η ευθεία που συνδέει ένα σημείο περιφέρειας ή σφαίρας με το κέντρο: Η ακτίνα λέγεται και ημιδιάμετρος. 3.… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ταυτόσημος — η, ο 1. αυτός που έχει την ίδια σημασία με κάτι άλλο: Η ημιδιάμετρος είναι ταυτόσημη έννοια με την ακτίνα του κύκλου. 2. ισοδύναμος, όμοιος, απαράλλαχτος: Από τις κυβερνήσεις των δύο κρατών έγινε ταυτόσημη διπλωματική ανακοίνωση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)